πιθηκεία

πιθηκεία
πιθηκείᾱ , πιθήκειος
of an ape
fem nom/voc/acc dual
πιθηκείᾱ , πιθήκειος
of an ape
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιθηκείας — πιθηκείᾱς , πιθήκειος of an ape fem acc pl πιθηκείᾱς , πιθήκειος of an ape fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθήκειος — α, ο / πιθήκειος, ον, ΝΜΑ [πίθηκος] νεοελλ. φρ. «πιθήκεια σχισμή» ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος τής βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια τού εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”